- φομπιζού, το
- φομπιζού, το και φο μπιζού, το άκλ. (λ. γαλλ.), ψεύτικο κόσμημα, από ύλη φτηνή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.